ἐντοπίους

ἐντοπίους
ἐντόπιος
local
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εντόπιος — α, ο και ντόπιος, α, ο (AM ἐντόπιος, ία, ον και ἐντόπιος, ον, Μ και ντόπιος, α, ο) 1. αυτός που γίνεται, παράγεται, κατασκευάζεται, χρησιμοποιείται σ έναν τόπο («ἔγωγε... αἰτιῶμαι τοὺς ἐντοπίους θεούς», Πλάτ.) 2. ως ουσ. ο εντόπιος αυτόχθονος,… …   Dictionary of Greek

  • σπαχής — Ονομασία ατάκτων Τούρκων ιππέων. Στα χρόνια της ακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εμφανίζονταν σαν φεουδάρχες, ιδιοκτήτες στρατιωτικών κυρίως φέουδων, τα οποία τους παραχωρούνταν από το κράτος, μετά την κατάκτηση χριστιανικών χωρών. Οι σ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”